ερμάρι

ερμάρι
Κοινή ονομασία διαφόρων επίπλων. Πιο συγκεκριμένα, ονομάζονται έτσι κινητά ή εντοιχισμένα έπιπλα, που χρησιμεύουν στη φύλαξη τροφών, ρούχων ή άλλων σκευών του σπιτιού. Ανάλογα με τη χρήση τους, έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος. Σήμερα ονομάζονται συνήθως ντουλάπια ή ντουλάπες. Η λέξη ε. προήλθε από το αρχαίο υποκοριστικό ερμάριον. Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν έτσι ένα μικρό άγαλμα του Ερμή, που η βάση του ήταν ένα κιβώτιο με πόρτες, μέσα στο οποίο φύλαγαν αντικείμενα της λατρείας του θεού. Παραδείγματα γωνιαίων ερμαριών: αριστερά, βενετσιάνικο ερμάρι του 18ου αι.· στη μέση, ερμάρι στιλ Λουδοβίκου ΙΔ’ και δεξιά, αγγλικό ερμάρι των αρχών του 19ου αι.
* * *
το (Μ ἑρμάριον)
βλ. αρμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμάρι*, με ανομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ερμάρι — ερμάρι, το και αρμόρι, το ιού (λ. λατ.), ιματιοθήκη, συρτάρι, ντουλάπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμάρι — το (Μ ἀρμάριον και ριν) 1. οπλοθήκη 2. ξύλινη κινητή θήκη, συρτάρι 3. ντουλάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. αρμάρι < μσν. αρμάριν < μσν. αρμάριον < λατ. armarium «οπλοθήκη, κιβωτός» (πρβλ. γαλλ. armoire < λατ. armarium, βλ. και λ. ερμάρι)] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοτάφος — ο 1. ερμάρι όπου φυλάσσονται βιβλία ή χειρόγραφα 2. κληρικός ή μοναχός υπεύθυνος για τη φύλαξη βιβλίων …   Dictionary of Greek

  • κανδυτάνη — κανδυτάνη, ἡ (Α) ερμάρι για φύλαξη ρούχων, ιματιοθήκη, ντουλάπα, αλλ. κανδύλη, κανδύταλις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που ο αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν περσικής προελεύσεως και συνέδεαν με το κάνδυς*] …   Dictionary of Greek

  • μεσάντρα — και μισάντρα και μουσάντρα, η 1. μεγάλο εντοιχισμένο ερμάρι που χρησιμεύει για τη φύλαξη κλινοσκεπασμάτων 2. μαντρότοιχος ο οποίος χωρίζει δύο αυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσάνδηρα (< μέσον + ἄνδηρον «ύψωμα, πρόχωμα»). Κατ άλλους, από τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • μπαγιού — το διακοσμητικό ερμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bahut άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ντουλάπι — και ντολάπι, το ξύλινο ή και μεταλλικό έπιπλο στερεωμένο συνήθως σε τοίχο, μέσα στο οποίο τοποθετούνται τρόφιμα, οικιακά και άλλα σκεύη, ερμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolap] …   Dictionary of Greek

  • ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… …   Dictionary of Greek

  • τσεργοθήκη — η, Ν ερμάρι ή άλλο έπιπλο για τη φύλαξη τών κλινοσκεπασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέργα + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • αρμάρι — αρμάρι, το και ερμάρι, το (λ. λατιν.), ντουλάπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”